υποκατάστημα

υποκατάστημα
το, -ατος
δευτερεύον κατάστημα επιχείρησης, που εξαρτιέται από το κεντρικό και εδρεύει σε άλλη ή στην ίδια πόλη: Υποκατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποκατάστημα — το, Ν 1. δευτερεύον κατάστημα, παράρτημα μιας επιχείρησης, το οποίο εξαρτάται από το κεντρικό κατάστημα και εδρεύει στην ίδια ή σε άλλη γεωγραφική μονάδα («η Εθνική Τράπεζα έχει υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα») 2. φρ. «δίκτυο υποκαταστημάτων» το… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… …   Dictionary of Greek

  • Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …   Dictionary of Greek

  • υποδημόσιον — τὸ, Α υποκατάστημα τού δημοσίου αρχειοφυλακίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δημόσιον] …   Dictionary of Greek

  • Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • Βαλλιάνος — I Επώνυμο οικογένειας από τις Κεραμειές της Κεφαλονιάς, της οποίας μέλη, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες, διακρίθηκαν ως εθνικοί ευεργέτες τον 19o αι. 1. Ανδρέας (1827 – Μασσαλία 1887). Ίδρυσε υποκαταστήματα του εμπορικού οίκου των Β. στην… …   Dictionary of Greek

  • Δροσόπουλος, Ιωάννης — (Σούρπη, Αλμυρός 1870 – Αθήνα 1939). Οικονομολόγος και τραπεζικός. Σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία διορίστηκε το 1888 στο υποκατάστημα της Λαμίας με τον κατώτερο υπαλληλικό βαθμό. Υπηρέτησε διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες …   Dictionary of Greek

  • Ερμούπολη — Πόλη (11.799 κατ.) και λιμάνι της Σύρου, πρωτεύουσα του νομού Κυκλάδων. Απέχει 78 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και αποτελεί το ναυτικό και εμπορικό κέντρο των Κυκλάδων. Το μεγάλο λιμάνι, τα ωραία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, οι πλατείες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”